-
1 αδυναμία
[адинамиа] ουσ. Θ. слабость, худоба, (μεταφ.) склонность к чему-либо,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > αδυναμία
-
2 слабость
слабост||ьж1. ἡ ἀδυναμία, ἡ ἀνημπο-ρία:чу́вствовать \слабость αίσθάνομαι ἀδυναμία· в мину́ту \слабостьи σέ στιγμή ἀδυναμίας·2. (пристрастие, влечение) разг ἡ ἀδυναμία:питать \слабость κ кому-л. ἔχω ἀδυναμία σέ κάποιον, αίσθάνομαι ἀδυναμία γιά κάποιον. -
3 слабость
-и θ.1. αδυναμία•слабость зрения αδυναμία όρασης•
слабость мамяти αδυναμία μνήμης•
общэя слабость организма γενική εξασθένιση του οργανισμού.
2. ισχυρό πάθος• μεράκι. || έλξη, τράβηγμα, ελκυστικότητα, συμπάθεια. || άσχημη, κακή συνήθεια ή κλίση. -
4 слабый
επ., βρ: слаб, -а, -о.1. αδύνατος, ανίσχυρος, ασθενής•слабый удар αδύνατο χτύπημα•
слабый голос αδύνατη φωνή•
-ая память αδύνατη μνήμη;•
слабый ветер ασθενής άνεμος•
-ое государство ανίσχυρο κράτος.
2. ασθενικός•-ые л-гкие αδύνατα πνευμόνια•
слабый ребнок αδύνατο παιδάκι.
|| αδύναμος, εξασθενημένος, εξαντλημένος• άτονος.3. μη ισχυρός•-ая воля αδύνατη βούληση.
|| ελαφρός•слабый табак ελαφρός καπνός•
-ое вино ελαφρό κρασί.
4. μικρός, ασήμαντος• ανεπαρκής•-ые способности μικρές ικανότητες•
-ая надежда μικρή ελπίδα•
-ая дисциплина χαλαρή πειθαρχία•
-ые доказательства ανεπαρκείς αποδείξεις•
слабый писатель αδύνατος συγγραφέας.
5. που έχει αδυναμία, πάθος προς κάτι• μερακλής•он слаб на вино αυτός έχει αδυναμία στο κρασί: он слаб до баб έχει αδυναμία (είναι μερακλής) στις γυναίκες.
6. μικρής ισχύος, μικρός•слабый мотор μικρό μοτέρ•
-ые токи ηλεκτρικά ρεύματα χαμηλής τάσης.
εκφρ.- ая сторона – η αδύνατη πλευρά, το αδύνατο σημείο•- ая струна – η αδύνατη χορδή (το ευαίσθητο σημείο)•слабый на язык – αθυρόγλωσσος, αθυρόστομος. -
5 слабость
-
6 беспомощность
-и θ.αδυναμία, ανικανότητα•детская беспомощность παιδική αδυναμία.
-
7 немощность
-и θ.αδυναμία, καχεκτικότητα ανημπόρια•при всей моей -и παρόλη μου την αδυναμία.
-
8 астения
мед. η αδυναμίαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > астения
-
9 недренируемость
η αδυναμία της αποστράγγισης.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > недренируемость
-
10 неразрешимость
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > неразрешимость
-
11 несмешиваемость
η αδυναμία της μείξης.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > несмешиваемость
-
12 несостоятельность
1. мат. η αδυναμία, το σφάλμα 2. фин. η αφερεγγυότητατο αφερέγγυοРусско-греческий словарь научных и технических терминов > несостоятельность
-
13 несрабатывание
η αδυναμία της λει-τουργίας/εκκίνησηςη αστοχίαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > несрабатывание
-
14 астения
астенияж мед. ἡ ἀσθένεια, ἡ ἀδυναμία. -
15 беспомощность
беспо́мощн||остьж ἡ ἀδυναμία, ἡ ἀνικανότητα [-ης]. -
16 бессилие
бесси́л||иес1. (слабость) ἡ ἀδυναμία;2. перен ἡ ἀνημποριά, ἡ ἀνικανότητα [-ης]; ◊ половое \бессилие мед. ἡ σεξουαλική ἀνικανότητα. -
17 льнуть
льнутьнесов1. (прижиматься к кому-л.) σφίγγομαι, κολλώ (άμετ.)·2. (чувствовать влечение к кому-л.) δείχνω συμπάθεια, δείχνω ἀδυναμία, μέ τραβἄ κάποιος·3. (к кому-л. ради выгоды) κολακεύω, γαλιφίζω, μαλαγανιάζω. -
18 недочет
недочетм1. (недостача) ἡ ἐλλειψη, τό ἐλλειμμα·2. (промах, погрешность) τό ἐλάττωμα, ἡ ἀδυναμία, τό λάθος:исправить \недочеты в работе διορθώνω τις ἐλλείψεις τῆς δουλείας. -
19 падкий
падкийприл ὁ ἔχων ἀδυναμίαν σέ κάτι:он падок до сладкого ἔχει ἀδυναμία στά γλυκίσματα. -
20 слабохарактерность
слабохарактерн||остьж ἡ ἀδυναμία χαρακτήρα, ἡ ἔλλειψη σταθεροῦ χαρακτήρα.
См. также в других словарях:
ἀδυναμία — ἀδυναμίᾱ , ἀδυναμία want of strength fem nom/voc/acc dual ἀδυναμίᾱ , ἀδυναμία want of strength fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αδυναμία — η 1. έλλειψη σωματικής δύναμης, ατονία: Ύστερα από την αρρώστια νιώθω μεγάλη αδυναμία. 2. έλλειψη πνευματικής επάρκειας σε κάτι: Παρουσιάζει αδυναμία στα γλωσσικά μαθήματα. 3. υπερβολική συμπάθεια, αγάπη: Έχει ιδιαίτερη αδυναμία στην κόρη της … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀδυναμίᾳ — ἀδυναμίαι , ἀδυναμία want of strength fem nom/voc pl ἀδυναμίᾱͅ , ἀδυναμία want of strength fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αδυναμία — Εξασθένηση του οργανισμού από κόπωση ή από έλλειψη τροφής. Α. λέγεται η έλλειψη ικανότητας αλλά και η υπερβολική συμπάθεια προς κάποιον. α. παροχής (Νομ.).Η κατάσταση του οφειλέτη που αδυνατεί να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις του. Η α.π. διακρίνεται … Dictionary of Greek
ἀδυναμίας — ἀδυναμίᾱς , ἀδυναμία want of strength fem acc pl ἀδυναμίᾱς , ἀδυναμία want of strength fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδυναμίαι — ἀδυναμία want of strength fem nom/voc pl ἀδυναμίᾱͅ , ἀδυναμία want of strength fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδυναμίαν — ἀδυναμίᾱν , ἀδυναμία want of strength fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αδράνεια μήτρας — Αδυναμία της μήτρας να κάνει αρκετά ισχυρές συστολές στη διάρκεια του τοκετού, για να περάσει το έμβρυο από τον γεννητικό πόρο … Dictionary of Greek
κατακράτηση ούρων — Αδυναμία κένωσης της ουροδόχου κύστης, η οποία αντιμετωπίζεται κυρίως με καθετηριασμό … Dictionary of Greek
ἀδυναμιῶν — ἀδυναμία want of strength fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδυναμίαις — ἀδυναμία want of strength fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)